ολοσχέρεια

ολοσχέρεια
ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής]
1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός
2. στερεότητα
3. φρ. «καθ' ὁλοσχέρειαν»
α) σε γενικές γραμμές
β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁλοσχέρεια — general survey fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοσχέρειαν — ὁλοσχέρεια general survey fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”